Αφετηρία αυτής της διαδικτυακής συζήτησης με τον Θανάση Μουτσόπουλο στάθηκε το κείμενό του για τον κατάλογο της πρώτης ατομικής έκθεσης του γνωστού street artist, STMTS, με τίτλο “Crossing the lines”, που εγκαινιάστηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2016, στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών.
Γνωστός στον χώρο της τέχνης για την ουσιαστική και συνεπή παρουσία του σε τομείς όπως η επιμέλεια εκθέσεων και εκδόσεων, η διδασκαλία της ιστορίας της τέχνης και η αρθρογραφία, ο Θανάσης Μουτσόπουλος μοιράστηκε μαζί μας σκέψεις και απόψεις για σημαντικά και επίκαιρα ζητήματα της σύγχρονης τέχνης.
Ε.Ζ. Θα ήθελα να ξεκινήσω τη συζήτηση αυτή με το ιδιαίτερα ενδιαφέρον σχόλιό σας από το κείμενο του καταλόγου της πρώτης ατομικής έκθεσης του STMTS – τον οποίο ήδη γνωρίζουμε ως street artist – ότι η όσμωση μεταξύ των δύο χώρων, του δρόμου και της γκαλερί, τα τελευταία χρόνια έχει ανανεώσει δραστικά τον κουρασμένο χώρο της τέχνης.
Θα θέλατε να μας αναφέρετε και άλλες περιπτώσεις όπου η όσμωση αυτή καταγράφεται στη σύγχρονη τέχνη αλλά και να μας μιλήσετε περισσότερο για την ανανεωτική της επίδραση σε αυτή;
Θ.Μ. Aνάλογα τέτοια παραδείγματα θα βρούμε τόσο στη μαζική κουλτούρα (κόμικς, γραφιστική, ποπ μουσική) όσο και στις συγγενικές με τα εικαστικά τέχνες (κινηματογράφος, videogames). Το γεγονός είναι ότι (σχεδόν) όλοι παραδεχόμαστε ότι η παραδοσιακή βάση των εικαστικών εμφανιζόταν κουρασμένη μέχρι αυτές τις σχετικά πρόσφατες εξελίξεις.
Ε.Ζ. Μία γκαλερί ή ένα μουσείο ως white cube χώρος αλλά και ιδεολογικό πεδίο έκθεσης και ανάδειξης του σύγχρονου εικαστικού έργου θεωρείτε πως ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες; έχει μέλλον;
Θ.Μ. Η αλήθεια είναι ότι εύκολα μπορεί να γίνει κριτική σε αυτούς τους θεσμούς ως απαρχαιωμένους, παλαιολιθικούς, σχεδόν εκκλησιαστικούς, ξεκομμένους από τις δονήσεις της κοινωνίας ή ακόμη και της διαδικτυακής δημοκρατίας. Όμως, παραδόξως, εξακολουθούν να έχουν την κεντρική θέση στην καλλιτεχνική συζήτηση ή, ακόμη, να καθοδηγούν τη σύγχρονη φιλοσοφία της τέχνης. Η γνωστή, πολυσυζητημένη και αντιπαθής θέση ότι ό,τι εκτίθεται (οτιδήποτε κι αν είναι αυτό) σε έναν χώρο τέχνης δεν μπορεί παρά να είναι τέχνη παραμένει ο μόνος δυνατός ορισμός της τέχνης σε μια εποχή ρευστή και μετέωρη…
E.Z. Ποιο κατά την άποψή σας σύγχρονο καλλιτεχνικό είδος, ποια τάση ή στάση τείνει να εκφράσει γνησιότερα και αποτελεσματικότερα την εποχή μας και για ποιους λόγους;
Θ.Μ. Κάτι τέτοιο δεν εξαρτάται ίσως από το μέσο, ούτε από τάσεις, αλλά από την οξυδέρκεια του δημιουργού. Αφού μιλάμε για τη street art όμως, θα σας υπενθυμίσω το ενδιαφέρον που υπάρχει γι’ αυτό το μέσον ως “αυθεντικός εκφραστής” των τάσεων της εποχής μας. Και υπάρχει αλήθεια σε αυτό το κλισέ: πράγματι εισπράτουμε μια φρεσκάδα από την περιπλάνησή μας στην πόλη. Το πόσο θα κρατήσει η καινοφάνεια του φαινομένου ή το δικό μας ενδιαφέρον, αυτό είναι μια άλλη ιστορία…
Ε.Ζ. Έχετε μια μακρά και πολύπλευρη πορεία στον χώρο της τέχνης – ασχολείστε με τη διδασκαλία, την επιμέλεια, τη συγγραφή, την αρθρογραφία… Τι αποτελεί πλέον για εσάς πρόκληση στη δουλειά σας αλλά και δημιουργικό κίνητρο;
Θ.Μ. Η μεγάλη πρόκληση σήμερα για μένα είναι το πώς μπορεί κανείς να κινητοποιήσει ένα κοινό κουρασμένο, πολυάσχολο, μπλαζέ. Σε μια εποχή που η διεύρυνση και η προβολή της σύγχρονης τέχνης είναι πρωτοφανής, που διεθνείς θεσμοί επεκτείνονται και στην Αθήνα, που ιδιωτικά ιδρύματα χρηματοδοτούν με πρωτοφανείς προϋπολογισμούς, που τα εβδομαδιαία εγκαίνια εκθέσεων είναι μερικές δεκάδες, παρατηρώ μια απρόσμενη κόπωση και αδιαφορία. Έχω τη γνώμη ότι η μεγάλη μερίδα των εκθέσεων δεν κινητοποιεί το μη ειδικό κοινό. Αυτή είναι η πρόκληση για μένα.
Ε.Ζ.Πώς ερμηνεύετε αυτή την πρωτοφανή κινητοποίηση στην οποία αναφερθήκατε κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα στον χώρο της σύχρονης Τέχνης, στην Αθήνα της οικονομικής κρίσης;
Θ.Μ. Η κινητοποίηση αυτή έρχεται να εμφανιστεί ακριβώς τη στιγμή της κατάρρευσης του κράτους. Το Υπουργείο Πολιτισμού εγκαταλείπει κάθε στήριξη της τέχνης (πλην του Φεστιβάλ Αθηνών, ασφαλώς) οπότε τα τρία βασικά ιδρύματα έρχονται κατ’ αρχήν να καλύψουν αυτό το κενό; Τυχαία; Είναι σύμπτωση; Δύσκολο να απαντηθεί αυτό. Πάντως τα ποσά που διαχειρίζονται μοιάζουν χωρίς όριο, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέες πρωτόγνωρες σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα διοικητικά τους στελέχη και τον κόσμο της τέχνης.
Ε.Ζ. Θεωρείτε πως η Αθήνα έχει να διδάξει κάτι το κοινό της Documenta; πώς σας φαίνεται η επιλογή της Αθήνας ως συνδιοργανώτριας μαζί με το Κάσσελ πόλης της 14ης Documenta; από τις δράσεις που έχουμε μέχρι τώρα δει θεωρείτε πως δικαιώνεται η ευφορία ή ο σκεπτικισμός που αρχικά εκδηλώθηκαν κυρίως από την εγχώρια εικαστική σκηνή;
Θ.Μ. Οι κακοπροαίρετοι ισχυρίζονται ότι η επιλογή της Αθήνας εξυπηρετεί έναν κακώς εννοούμενο εξωτισμό, βασισμένο στην επικαιρότητα της ελλαδικής οικονομικής κρίσης. Η “συνδιοργάνωση” δεν είναι ακριβώς μια ισότιμη συνδιοργάνωση, αφού οι αποφάσεις παίρνονται από κάπου αλλού, κάτι που οδηγεί τους ίδιους κακοπροαίρετους να μιλούν για νεο-αποικιακή σχέση. Προσωπικά, αμφιβάλω αν το πρόγραμμα της Αθήνας θα έχει την ίδια πυκνότητα με αυτό του Κάσελ, όμως για τα εγχώρια εικαστικά αυτή η παρέμβαση θα έχει την ίδια επίπτωση με ένα τάνκερ στη λίμνη του Μαραθώνα: οποιαδήποτε άλλη ντόπια καλλιτεχνική δράση μέσα στο 2017 κινδυνεύει να εκημηδενιστεί επικοινωνιακά. Παρόλα αυτά, ασφαλώς και είναι πάρα πολύ νωρίς για να προβλέψουμε ποιές και πως θα είναι αυτές οι δράσεις. Θα ήταν αναμφίβολα άστοχο κάποιος να απορρίψει εκ των προτέρων ή ν’ αγνοήσει τόσο φιλόδοξες εκθέσεις, με μεγάλο πιθανό ενδιαφέρον.
Ε.Ζ. Τελικά η σύχρονη τέχνη ποιους αφορά και σε ποιους απευθύνεται -εννοώ πέρα από τους “ειδικούς”, τους συλλέκτες, τους καλλιτέχνες και όσους εμπορεύονται το έργο τέχνης;
Θ.Μ. Μάλλον τα media, τα οποία στους διαδικτυακούς καιρούς που ζούμε ασχολούνται εκτενώς με καλλιτεχνικά θέματα (το θέατρο,τον κινηματογράφο και τη μουσική πρωτίστως, δευτερευόντως με τις άλλες τέχνες), πιο εκτενώς από ποτέ πριν. Νέα κοινωνικά φαινόμενα όπως οι hipsters μοιάζουν να προσφέρουν ένα δυνάμει κοινό για τα καλλιτεχνικά γεγονότα όμως και αυτό ίσως δεν ξεπερνάει τις 2 με 3 χιλιάδες ανθρώπους στην πρωτεύουσα. Φοβάμαι ότι το υπόλοιπο σύνολο της αθηναϊκής κοινωνίας (για να μη μιλήσω για την επαρχία της χώρας) μάλλον βρίσκεται σε ένα άλλο μήκος κύματος και, ασφαλώς, δεν βοηθάει η κοινωνική κατάθλιψη που προκαλεί η οικονομική κρίση.
Ε.Ζ. Μιλήστε μας για την τέχνη στο δημόσιο χώρο σήμερα…
Θ.Μ. Εδώ και μια δεκαετία περίπου τα ελλαδικά Μ.Μ.Ε. παρατήρησαν το φαινόμενο της λεγόμενης street art. Δεν ήταν ακριβώς ένα καινούργιο φαινόμενο αφού εμφανίζεται κάπου στη δεκαετία του ’70 στη Νέα Υόρκη (για να μην μιλήσω για την προγενέστερη παράδοση των τοιχογράφων στο Μεξικό ή αλλού)όμως εκείνη την εποχή και διεθνώς γνωρίζει μια ανάκαμψη. Παράλληλα με τα καινούργια τότε free press νέες γκαλερί αναζητούν “νέα ταλέντα” να παρουσιάσουν, και κάποια από αυτά γνωρίζουν μια εφήμερη ή λιγότερο εφήμερη επιτυχία. Από τότε το φαινόμενο έχει μεγαλώσει αισθητά, απασχολεί την κοινωνία και προκαλεί αντιπαραθέσεις, όπως στην περίπτωση του έργου στο Πολυτεχνείο.
Ε.Ζ.Πολύς λόγος έχει γίνει πάντως το τελευταίο διάστημα για την τέχνη στο δημόσιο χώρο… Πολλοί φορείς, καλλιτέχνες, ιδρύματα διεκδικούν, οικειοποιούνται τον δημόσιο χώρο…Αν θέλουμε να μιλήσουμε γενικότερα για το σύγχρονο έργο τέχνης στο δημόσιο χώρο, ποια θεωρείτε πως δύναται να είναι η θέση, ο ρόλος ή η λειτουργία του; υπό ποιες προυποθέσεις και με ποιες διαδικασίες θα πρέπει γίνεται η έκθεσή του;
Θ.Μ. Νομίζω ότι υπάρχουν δυο τρόποι να προσεγγίσει κανείς την τέχνη στο δημόσιο χώρο. Ο ένας είναι ο θεσμικός, αυτός που αποφασίζει ποιές αναθέσεις θα γίνουν, είτε αφορούν σε παλαιομοδίτικες προτομές, είτε σε “μοντέρνα τέχνη”. Σε κάθε περίπτωση παράγει θεσμικά, συστημικά έργα, γι’ αυτό και αντιπαθή σε κάποιους. Και κυρίως σχεδόν αιώνια -η ζωή ενός τέτοιου γλυπτού θα ξεπεράσει πιθανότατα τη ζωή των τρισέγγονών μας. Ο άλλος τρόπος είναι ο αντισυστημικός, ο αντιθεσμικός: η πόλη ανήκει σε όλους και είναι ένα ανεξέλεγκτο τοπίο. Ο καθένας αρπάζει ό,τι προλάβει απ’ αυτό. Άναρχος, χωρίς κανόνες, γι’ αυτό και αντιπαθής στους οπαδούς της τάξης, συμπαθής στους άλλους.
Ε.Ζ. Τι είναι αυτό που σας συγκινεί στη σύγχρονη τέχνη;
Θ.Μ. Αυτό που με συγκίνησε στην τέχνη στα νεανικά μου χρόνια ήταν οι κορυφώσεις του μοντερνισμού -τα άγρια κινήματα του μεσοπολέμου και η ουτοπία της δεκαετίας του ’60. Η μελέτη τους ακόμη με καθοδηγεί. Φοβάμαι ότι τα εικαστικά μετά το ’80 ενέδωσαν σε μια άνευ προηγουμένου μπαναλιτέ, εμπορευματοποίηση και η μεντιατική αποθέωση εφήμερων ή όχι τόσο εφήμερων “αστέρων”. Ασφαλώς υπάρχουν εξαιρέσεις. Ακόμη και σήμερα. Ακόμη και στην Ελλάδα…
Οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο του Θανάση Μουτσόπουλου.