Συνέντευξη με την Κατερίνα Ζαχαροπούλου.
Μετά τη Βαβέλ είναι ο τίτλος της έκθεσης σύγχρονης τέχνης που παρουσιάζεται – έχοντας πάρει παράταση μέχρι τις 18 Μαΐου 2019 – αυτή τη στιγμή στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε επιμέλεια της Άννας Καφέτση. Πρόκειται για το δεύτερο μέρος της τριλογίας Η Άγραφη Βιβλιοθήκη με θέμα φυσικά τα βιβλία και τα κείμενα. Στην έκθεση παρουσιάζονται πάνω από εκατό έργα ζωγραφικής και γλυπτικής, εγκαταστάσεις, βιντεοεγκαταστάσεις, βιβλία καλλιτεχνών, ηχητικά και διαδικτυακά έργα, περφόμανς, από είκοσι πέντε σημαντικούς Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες.
Σε έναν πολυεπίπεδο και πολυδιάστατο χώρο, που αξιοποιείται και αναδεικνύεται αριστοτεχνικά από την επιμελήτρια, η έκθεση παραπέμπει στο Σύμπαν (που άλλοι το λένε Βιβλιοθήκη) του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Τα έργα καταλαμβάνουν το δαιδαλώδες κτίριο του Μεγάρου Μουσικής, εισχωρούν σε κρυφούς μέχρι τώρα στο κοινό χώρους και καλούν τον επισκέπτη να τα ανακαλύψει σε μια σχεδόν μυστικιστική περιήγηση/αναζήτηση.
Η συμμετοχή μας στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της έκθεσης, η επαφή μας με το κτίριο, τα έργα, τους καλλιτέχνες και κυρίως με το εννοιολογικό νήμα που τα συνδέει – το επιμελητικό concept δηλαδή, μέσα από τη ματιά της υπεύθυνης σχεδιασμού και υλοποίησης του εκπαιδευτικού προγράμματος, της Κατερίνας Ζαχαροπούλου, στάθηκε η αφορμή για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί της. Μια συζήτηση που εστιάζει αφενός στον ουσιώδη ρόλο που ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα δύναται να παίξει σε μία έκθεση σύγχρονης τέχνης όσον αφορά στην επαφή του κοινού -ανεξαρτήτως ηλικίας- με τη συχνά δυσπρόσιτη και αινιγματική γλώσσα της σύχρονης τέχνης και αφετέρου στην πολύτιμη εμπειρία της από τη μέχρι τώρα ενασχόλησή της με τα εκπαιδευτικά προγράμματα στη σύγχρονη τέχνη.
Κυρία Ζαχαροπούλου τα τελευταία χρόνια έχετε αναλάβει με ιδιαίτερη επιτυχία – παράλληλα με το καλλιτεχνικό σας έργο – τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων σημαντικών εκθέσεων που έχουν ήδη υλοποιηθεί ή και τρέχουν αυτή τη στιγμή στη χώρα μας.
Πώς προέκυψε η ανάγκη αυτής της άμεσης επαφής με το κοινό, με τους επισκέπτες μιας έκθεσης σύγχρονης τέχνης;
Κ.Ζ. Ασχολούμαι πολλά χρόνια, 30 για την ακρίβεια, με την εκπαίδευση παιδιών και νέων στη σύγχρονη τέχνη καθώς και ενηλίκων μέσα από προγράμματα διαλέξεων σε μουσεία και χώρους πολιτισμού σε όλη την Ελλάδα. Η εμπειρία μου έδειξε ένα δρόμο, δεν μπορεί να υπάρξει άμεση επαφή του κοινού με τα έργα της σύγχρονης τέχνης αν δεν υπάρξει πρώτα μια κάποια σύνδεση του καθενός ξεχωριστά με το περιεχόμενό τους, την ιστορία που αφηγούνται, τον τρόπο που το κάνουν, το πλαίσιο μέσα στο οποίο τα συναντάμε. Για αυτό και η επιμέλεια μιας έκθεσης είναι πολύ σημαντική, τόσο θεματικά όσο και για τον τρόπο που ο επιμελητής στήνει τα έργα, ποια διαλέγει και γιατί, ποιό έργο βρίσκεται δίπλα σε ποιο, ακόμη ο τίτλος μιας έκθεσης, σε τι αντανακλά, ποια σημερινή ανθρώπινη κατάσταση εκφράζει. Τα καλύτερα εκπαιδευτικά προγράμματα προκύπτουν από τις καλές εκθέσεις, εκείνες που έχουν στηθεί με ευαισθησία και φαντασία, που αφηγούνται ιστορίες ικανές να φτάσουν στο κοινό, ακόμη και αν δεν είναι εξοικειωμένο με τις σύγχρονες μορφές τέχνης. Η έκθεση «Μετά τη Βαβέλ» στο Μέγαρο Μουσικής σε επιμέλεια της Άννας Καφέτση όπως και η «Ανατομία της Πολιτικής Μελαγχολίας» σε επιμέλεια της Κατερίνας Γρέγου στο Ωδείο Αθηνών είναι σε αυτή την κατεύθυνση. Δίνουν πολλά και το κοινό παίρνει αναλόγως. Επομένως η ανάγκη για την οποία με ρωτάτε προκύπτει από την επιθυμία να φτάσει η Τέχνη στον κόσμο με τρόπο που να περιλαμβάνει την προσωπική εμπειρία, απ ’όπου και αν πηγάζει. Συνήθως έρχεται από την ίδια τη ζωή.
Ποιος θα λέγατε πως είναι ο ρόλος ενός εκπαιδευτικού προγράμματος στα πλαίσια μιας έκθεσης σύγχρονης τέχνης και ποιοι ενδεχομένως θα πρέπει να είναι οι στόχοι του;
Κ.Ζ. Έχω την εντύπωση πως ένας είναι ο ρόλος και η αποστολή κάθε εκπαίδευσης: Η άσκηση στην ευαισθησία, στην παρατήρηση, στη διαχρονική ανάγκη των ανθρώπων για πρόοδο, στην ενθάρρυνση της έκφρασης και της δημιουργικότητας, στην εξάλειψη διαχωρισμών, στην κατανόηση εν προκειμένω της τέχνης ως χώρου ελευθερίας και παρηγοριάς. Οι στόχοι δεν είναι πάντα μεγαλεπήβολοι και φανταχτεροί. Η εκπαίδευση για την κατανόηση της τέχνης χρειάζεται την ευαισθησία και την ευγένεια που θα πρέπει να έχει κάθε συνάντηση με τα έργα τέχνης, τα νοήματα και τις προθέσεις τους, τη στιγμή και τον τόπο που τα συναντάμε.
Πόσο δύσκολο είναι για τον άνθρωπο που σχεδιάζει ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μία έκθεση σύγχρονης τέχνης να επιλέξει σε τι θα επικεντρωθεί, τι θα φωτίσει περισσότερο, τι λιγότερο ή και καθόλου τόσο σχετικά με το concept της έκθεσης και τις ιδέες του επιμελητή όσο και με το έργο και την πορεία των καλλιτεχνών που συμμετέχουν σε αυτή;
Κ.Ζ. Οι ενδιαφέρουσες εκθέσεις δείχνουν το δρόμο. Είναι σχεδιασμένες πάνω σε μια βασική ιδέα και τα έργα που συμμετέχουν την φωτίζουν ακριβώς επειδή την περιέχουν. Βεβαίως υπάρχει το θέμα της κλίμακας. Μια μεγάλη σε αριθμό έργων έκθεση μπορεί να ιδωθεί χωρίς να κουράσει αν σχεδιαστεί ένας περίπατος σαν μυθιστόρημα, με αρχή, μέση και τέλος, με κεντρικά πρόσωπα που μιλούν για τα πάθη τους και άλλα που χωρίς αυτά δεν θα υπήρχε το μυθιστόρημα. Στο τέλος οι θεατές μικροί ή μεγάλοι θα πρέπει να έχουν γοητευθεί από όλους τους χαρακτήρες γιατί τους οδήγησαν σε κόσμους συχνά αθέατους, έμαθαν πράγματα που δεν ήξεραν ή είδαν αλλιώς όσα ήδη γνώριζαν , πήραν θέση μέσα από τη δική τους εμπειρία για ό,τι συνάντησαν και στο τέλος εξέφρασαν ανοιχτά τα συναισθήματά τους. Αυτός είναι ο στόχος μου και από εδώ ξεκινά ο σχεδιασμός των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που επιμελούμαι. Φτιάχνω τη διαδρομή σαν να τους οδηγώ στην πλοκή της ιστορίας, θέλω να γοητευθούν, να νοιώσουν έκπληξη, να φωτισθούν μυστικές ή και απωθημένες σκέψεις για τον κόσμο που ζούμε, τις δυσκολίες του, τις σχέσεις μας με τους άλλους, τον πολιτισμό μας και την ιδιαίτερη στιγμή του. Στο τελευταίο μέρος αυτού του περιπάτου στην έκθεση γίνομαι αρωγός για τη δημιουργία ενός δρώμενου με το κοινό. Σχεδιάζω αναλόγως τη δράση. Άλλοτε γεννιέται ένα κείμενο «αγνώστου συγγραφέα» όπως στην έκθεση «Μετά τη Βαβέλ», ένα κείμενο αποκλειστικά φτιαγμένο από φράσεις και σκέψεις του κοινού, ατάκτως ειρημένων σε μαυροπίνακες που κρατούν περιδιαβαίνοντας την έκθεση. Μαζεύω τις λέξεις, τις συνδέω επί τόπου και τους διαβάζω το κείμενο που προκύπτει άμεσα. Είναι δικό τους και όχι, δικό μου και ίσως, πάντως μας ανήκει με χίλιους τρόπους, αυτούς της ελεύθερης σκέψης και των συνειρμών που γέννησαν τα έργα της έκθεσης. Στην «Ανατομία της Πολιτικής Μελαγχολίας» ο περίπατος στην έκθεση καταλήγει σε ένα «Γραφείο Παραπόνων» με καρτποστάλ από τα έργα των καλλιτεχνών. Οι πολίτες της Αθήνας καλούνται να γράψουν με έναν ιδιαίτερο τρόπο ένα παράπονο, μια πρόταση μια ιδέα και να την αποστείλουν όπου επιθυμούν, σε πολιτικό, συγγενή, φίλο, τον διευθυντή τους στη δουλειά… Η ίδια η έκθεση δείχνει και πάλι το δρόμο. Η πολιτική μελαγχολία απασφαλίζει επιθυμίες για την υπέρβασή της.
Θεωρείτε πως η σύγχρονη τέχνη έχει ανάγκη από ένα είδος «μεσολάβησης» για να γίνει αντιληπτή από το μη ειδικό κοινό;
Κ.Ζ. Οπωσδήποτε έχει ανάγκη από μια «συνάντηση» με τον κόσμο, «ένα ραντεβού με την αρραβωνιαστικιά…» όπως έλεγε ο Γιάννης Κουνέλλης για τις συναντήσεις με την τέχνη. Πόσο δυνατή αλληγορία! Περιέχει τη δέσμευση και τον έρωτα, καθώς και μια υπόσχεση για γάμο. Ναι, χρειάζεται μια διαδικασία αποκάλυψης, μύησης στο πνεύμα και τα νοήματα των έργων. Το «ειδικό κοινό» δεν υπάρχει, είναι κατασκευή χωρίς κουμπί εκκίνησης. Υπάρχει κοινό που δεν έχει έρθει ακόμη με τον κατάλληλο τρόπο κοντά στη σύγχρονη τέχνη. Και αυτός ο τρόπος ξεκλειδώνει την καχυποψία, είμαι πιά σίγουρη για το αποτέλεσμα.
Ο όρος «εκπαιδευτικό πρόγραμμα» είναι αλήθεια πως δεν εκφράζει αυτό ακριβώς που εγώ εννοώ ως τρόπο. Θυμίζει πολύ το σχολείο, μια άλλου τύπου εκπαίδευση που είναι μεν αναγκαία αλλά όχι καθοριστική για την καλλιτεχνική παιδεία. Βεβαίως υπάρχει και η εκπαίδευση μέσα από καλλιτεχνικά εργαστήρια, η προτροπή για ζωγραφική, για έκφραση μέσα από τη δημιουργία με υλικά. Όλα αυτά είναι απολύτως θεμιτά και όμορφα, βοηθούν τους ανθρώπους στην ανάπτυξη της φαντασίας. Για τα μικρά παιδιά είναι ανάγκη ζωτική, όμως τα παιδιά δεν είναι κοινό, ευτυχώς… Ζούμε σε μια εποχή μεγάλων ταχυτήτων, υπερβολικών ποσοτήτων παραγωγής εικόνων με σχετικά εύκολους τρόπους. Πιστεύω ότι η προσέγγιση στην τέχνη πρέπει να έχει άλλους ρυθμούς και άλλα εργαλεία, πιο κοντά στις σημερινές ανάγκες των ανθρώπων. Μια από αυτές είναι η ενσυναίσθηση και η κατανόηση, μια ησυχία γύρω από τις εικόνες, ένας άλλος χρόνος για τη θέασή τους χωρίς τη νεύρωση της κατανάλωσής τους.
Από τη μέχρι τώρα εμπειρία σας θα λέγατε πως υπάρχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε έργα σύγχρονης τέχνης που τα καθιστούν πιο δύσκολα στο να προσεγγίσουν τον κόσμο και να περάσουν τα μηνύματά τους.
Κ.Ζ. Θα έλεγα πως υπάρχουν, είναι φυσικό. Δεν είναι όμως αυτά που καθορίζουν τα πράγματα. Αν ο κόσμος βρεθεί κοντά στη σύγχρονη τέχνη, αν μάθει κάπως να την απολαμβάνει, ακόμη και αυτά τα «δύσκολα έργα» θα μάθει να τα αξιολογεί. Μπορεί να τα προσπεράσει αν θέλει, μπορεί να τα κρίνει. Θα έχει κέρδος ακόμη και έτσι. Η προσέγγιση έρχεται από τη δυνατότητα μιάς κάποιας οικειότητας αλλά και διαθεσιμότητας. Ο κόσμος δεν οφείλει να αμφιβάλει για το αν καταλαβαίνει τη σύγχρονη τέχνη. Οι καλλιτέχνες δεν απευθυνόμαστε σε λιγότερο ή περισσότερο έξυπνους, διαβασμένους, υποψιασμένους ανθρώπους. Προσδοκούμε την αποδοχή μέσω της ευαισθησίας και του νου, του μυαλού και της καρδιάς. Εάν κάποια έργα δεν το καταφέρνουν είναι προς συζήτηση αλλά αυτή έπεται.
Το γεγονός ότι είσαστε και η ίδια καλλιτέχνης τι σας έχει προσφέρει και σε τι σας έχει δυσκολέψει στη δημιουργία και υλοποίηση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων;
Κ.Ζ. Μου έχει προσφέρει την εμπιστοσύνη, την σχεδόν βεβαιότητα ότι μπορώ να καταλάβω τα έργα των άλλων καλλιτεχνών από μέσα, τη στιγμή πού γεννιούνται, να βλέπω και να αναγνωρίζω τα σαράντα κύματα από τα οποία πέρασαν για να αρθρώσουν λόγο δικό τους. Να εκτιμώ τα εργαλεία τους και τις αποφάσεις τους πίσω από τις οποίες βρίσκονται ώρες δουλειάς, περισυλλογής, παρατήρησης. Να αντιλαμβάνομαι το ρίσκο που παίρνουν, το θάρρος που βάζουν ενίοτε στη δουλειά τους. Το κυριότερο, σαν καλλιτέχνης η ίδια αισθάνομαι ότι εμπλουτίζω τον κόσμο μου με άλλους κόσμους που είναι διαφορετικοί, ενθουσιάζομαι και θέλω να το πω και στους άλλους. Έτσι κάπως δημιουργήθηκε η ανάγκη μου για εκπαιδευτικά προγράμματα, είδα ότι λειτουργεί και αυτό είναι πολύ παρηγορητικό. Δεν αισθάνομαι να απειλούμαι επειδή μιλώ με πάθος για έργα άλλων καλλιτεχνών, ούτε να χάνω τη δική μου προσωπική καλλιτεχνική δύναμη, όποια έχω και σε όποια μορφή. Αντιθέτως αισθάνομαι μέρος μιας μεγάλης οικογένειας με πολλά και διαφορετικά πρόσωπα τα οποία έχω την τύχη να συναντώ και να τα συστήνω στον κόσμο.
Τι σας έχει προσφέρει η επαφή με τον κόσμο μέσα από τα εκπαιδευτικά προγράμματα;
Κ.Ζ. Τη χαρά ότι ίσως συνεισφέρω στη δυνατότητα για μια πιο πλούσια αντίληψη της ζωής μέσα από την τέχνη και σε ένα είδος παρηγοριάς που όλοι χρειαζόμαστε ανεξαρτήτως ηλικίας, κοινωνικής θέσης, μορφωτικού επιπέδου και κάθε μορφής διαχωρισμών.