Ex_posure

Interviews

Ex_pose: Adam Chodzko

Ex_pose: Adam Chodzko, Interview

Chodzko_hop-strawb-pickers-combo-6 (1)
« από 3 »

Η δουλειά του Adam Chodzko αντιστέκεται σε κάθε είδους εύκολες κατηγοριοποιήσεις και σε κατακλύζει με το εύρος των μέσων που μετέρχεται καθώς και με το βάθος και τις προεκτάσεις των ιδεών που πραγματεύεται, συγχρονικά και διαχρονικά.

Στα πλαίσια του project Καλλιτέχνες σε Διάλογο με το Μουσείο Μπενάκη ο Chodzko έχοντας ως αφετηρία τις συλλογές του μουσείου και ό,τι αυτές συνεπάγονται για τις συλλογικές μας μνήμες και την εθνική μας ταυτότητα, αποπειράται να δημιουργήσει φανταστικές, εικαστικές αφηγήσεις μιας μελλοντικής Ελλάδας. Πρόκειται για ένα παιχνίδι εικόνων -στατικών και κινούμενων- και λέξεων, που στην ουσία θέτει υπο αμφισβήτηση παγιωμένες αντιλήψεις αλλά και θεσμούς που έχουν να κάνουν με διαδικασίες κατασκευής, διαφύλαξης και έκθεσης/ερμηνείας των πολιτιστικών αγαθών/χώρων εν γένει.

Ο τόπος έκθεσης των έργων που επέλεξε ο ίδιος ο καλλιτέχνης είναι ο χώρος της ράμπας του κτηρίου της Πειραιώς, γεγονός που καθιστά τη θέαση των έργων μια διεργασία ανάβασης/κατάβασης.

Ο καλλιτέχνης βρέθηκε στην Ελλάδα και μίλησε για τη δουλειά του σε ομιλία στο Μουσείο Μπενάκη στις 20.11.2013.

Ο Adam Chodzko γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1965. Ζει και εργάζεται στο Whitstable, Kent, στη Μεγάλη Βρετανία.

Έχει παρουσιάσει έργα του σε μεγάλες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις όπως: Raven Row (2013), Because…, Schwitters in Britain: Tate and Grizedale Arts commission, Tate Britain (2013), Ghost, Whistable Biennale (2010), Pyramid, Folkestone Triennial (2008), Proxigean Tide, Tate St Ives (2008), Museuo d’ Arte Moderna, Bologna (2007).

Ο Adam Chodzko μίλησε στην Ελένη Ζυμαράκη Τζώρτζη.

Ε.Ζ. Ξεκίνησες την πορεία σου στον κόσμο της τέχνης σπουδάζοντας Ιστορία της Τέχνης. Στη συνέχεια, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ξεκίνησες τις μεταπτυχιακές σου σπουδές στις Καλές Τέχνες. Τι κάνει έναν ιστορικό τέχνης να ΄περάσει στην απέναντι όχθη’;

Στην παραγματικότητα έγινε αντίστροφα: στην ηλικία των 19 έκανα ένα foundation course στις Καλές Τέχνες. Ξεκίνησα ως φοιτητής των Καλών Τεχνών, ύστερα σκέφτηκα (αφελώς) ότι θα μπορούσα να συνεχίσω να πειραματίζομαι μόνος μου και ότι το σημαντικό ήταν να ανακαλύψω τι είχε προυπάρξει. Όμως, πιστεύω πως η Ιστορία της Τέχνης με αποπροσανατόλισε. Έτσι, για κάποια στενόχωρα χρόνια ακολουθώντας την πορεία αυτή πίστεψα ότι αυτό που επιθυμούσα ήταν να εργαστώ σε μία εμπορική γκαλερί μη συνειδητοποιώντας ότι στην πραγματικότητα κανείς δεν ενδιαφερόταν να ακούσει τις απόψεις μου για τον Stanley Spencer ή τον Graham Sutherland. Έτσι, γύρισα την πλάτη μου σε αυτό το περιβάλλον και έσπευσα πίσω για να αφοσιωθώ ολοκληρωτικά σε αυτό που είχα περιορίσει και περιθωριοποιήσει στη ζωή μου: στο να κάνω τέχνη.

Οι σπουδές που έκανα στην ιστορία της τέχνης ήταν πολύ συντηρητικές, παραδοσιακές (δεν ήξερα και πολλά στην ηλικία των 20!) από τις οποίες ουσιαστικά απουσίαζε κάθε σύγχρονη θεωρία. Ωστόσο, αυτό που μου προσέφεραν ήταν η αίσθηση της σχέσης που μπορεί να έχει με το παρόν σχεδόν κάθε περίοδος της ιστορίας της τέχνης. Για παράδειγμα, με τον ίδιο τρόπο που μπορώ να δω πώς στοιχεία του Σουπρεματισμού ή του Μινιμαλισμού έχουν νόημα τώρα, μπορώ να τοκάνω και με τη ζωγραφική της αναγέννησης της βόρειας Ευρώπης ή τη Γοτθική Αρχιτεκτονική. Αυτή η αίσθηση του εύρους των δυνατοτήτων που μπορεί να έχει ‘το εικαστικό’ συνεχίζει να επηρεάζει τη δουλειά μου. Πιστεύω επίσης πως συχνά οι φοιτητές σε σχολές τέχνης υιοθετούν ένα μόνο στυλ που προκύπτει είτε ως φόρο τιμής είτε ως ένδειξη αντιπαράθεσης με τους δασκάλους τους (ή με οποιονδήποτε πουλάει καλύτερα στη φουάρ Frieze! – κάτι που γίνεται τώρα).

Ε.Ζ. Αρχικά εκπαιδεύτηκες στο να μελετάς τα έργα τέχνης, να τα αναλύεις. Με ποιους τρόπους επηρεάζει αυτή σου η ικανότητα τη δουλειά σου ως καλλιτέχνης;

Νομίζω ότι ίσως πιέζω τον εαυτό μου να προσπαθεί να κάνει έργα τα οποία δεν έχουν σχέση με ό,τι έχει συμβεί στο παρελθόν. Λέω ‘πιέζω’ αλλά στην πραγματικότητα απολαμβάνω αυτήν την πρόκληση. Νιώθω πως πρέπει να είμαι σίγουρος, τουλάχιστον αναδρομικά, ότι δουλεύω σε νέο έδαφος ακόμη και αν υιοθετώ στυλιστικές όψεις από άλλες περιόδους.

Πιστεύω ακόμη ότι μου επτρέπει να ‘βγω’ από το έργο όταν πρέπει να εκτιμήσω πώς αυτό λειτουργεί – να προσπαθήσω να το δω με το ‘αθώο’ βλέμμα του θεατή και όχι να κάνω υπερβολικές υποθέσεις με βάση τη γνώση που ήδη έχω.

Τέλος, είναι για εμένα μεγάλη ικανοποίηση το να ανακαλύπτω το βάθος της δουλειάς άλλων ανθρώπων – είτε αυτό γινόταν στα πλαίσια των σπουδών μου στην ιστορία της τέχνης, είτε και παλαιότερα στο σχολείο με ένα απόσπασμα του Σαίξπηρ ή του Τζορτζ Έλιοτ. Όταν ανακαλύπτεις κατα καιρούς το όμορφα περίπλοκο, ρευστό νόημα και την ασάφεια του κόσμου, πέρα από τη δική σου δουλειά, σου δημιουργεί την εκπληκτική πρόκληση να προσπαθήσεις στη συνέχεια να προσφέρεις την ίδια εμπειρία στους άλλους.

Ε.Ζ. Η δουλειά σου καλύπτει ένα ευρύ φάσμα μέσων και ιδεών. Είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί. Είναι επίσης άρρηκτα συνδεδεμένη με λέξεις και κείμενα. Ποιος είναι ο ρόλος της εικόνας και ποιος της γλώσσας στη δουλειά σου; ποιο από τα δυο είναι το σημαντικότερο;

Στην πραγματικότητα δεν είμαι καθόλου χαρούμενος με το γεγονός ότι συμπεριλαμβάνω λέξεις στη δουλειά μου! Νομίζω ότι στην αρχή όταν τις προσθέτω μοιάζουν φρικτές και χρειάζομαι αρκετό χρόνο για να τις συμπαθήσω! Δε μου αρέσει καθόλου να διαβάζω σε γκαλερί και θα προτιμούσα να μη χρησιμοποιώ λόγο στα βίντεό μου. Όμως δυστυχώς ορισμένες φορές τις χρειάζομαι στη δουλειά μου, αλλά τις χρησιμοποιώ με όσο το δυνατό περισσότερη φειδώ. Όταν δουλεύω με αυτό τον τρόπο οι λέξεις ενσωματώνονται στην εικόνα. Αλλά σε καμία περίπτωση δε θεωρώ το κείμενο ανώτερο από την εικόνα.

Ε.Ζ. Το έργο σου ‘You ‘ll see this time it ‘ll be different’ που εκτίθεται αυτή τη στιγμή στο μουσείο Μπενάκη. Πρόκειται για μία in situ έκθεση, την οποία δημιούργησες με υλικό από το συγκεκριμένο μουσείο-για το συγκεκριμένο μουσείο στα πλαίσια του προγράμματος ‘Καλλιτέχνες σε διάλογο με το Μουσείο Μπενάκη’.

Ποιο είναι το concept του έργου αυτού;

Μίλησέ μας για τις προκλήσεις που αντιμετώπισες με το όλο project.

Μου αρέσει πάντα η ιδέα μιας πολιτιστικής μεταστροφής σε μία κατάσταση αφενός πιο ποιητική, με μεγαλύτερα άλματα φαντασίας αλλά και αφετέρου ενός πειραματισμού (με χαρακτήρα παιχνιδιού, παρά κατανάλωσης) πολύ συνηθισμένου και καθημερινού, διαδεδομένου με πολλούς τρόπους, που να αφορά τον καθένα. Η ύπαρξη μιας κρίσης είτε οικονομικής, πολιτικής είτε περιβαλλοντικής, μπορεί να προκαλέσει με τρόπο καταλυτικό μια τέτοια μεταστροφή. Στα πλαίσια αυτά και συγκεντρώνοντας την υπάρχουσα συλλογή του Μουσείου Μπενάκη (ένα σχεδόν αδύνατο εγχείρημα λόγω του εύρους της αλλά και της δικής μου απειρίας), έγινα ένας απλός επιμελητής, ένας ξένος, δίχως δεσμεύσεις, λειτουργώντας σε ένα πλήθος εκθεσιακών χώρων σε όλη την Ελλάδα. Έπλασα μια σειρά από φανταστικές εκθέσεις μιας ‘χρυσής εποχής’, την οποία τοποθέτησα τη δεκαετία 2066-2076. Η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη είναι ουσιαστικά η αναδρομική έκθεση του έντυπου υλικού, των posters, εκείνων των εκθέσεων, οπότε μας μεταφέρει χρονικά ακόμη πιο μπροστά στο μέλλον, ίσως στα 2090’s. Τα θέματα των εκθέσεων αυτών δε φαίνεται να βγάζουν νόημα: ‘Unpopularity’, Pleasure, Bread and Power’, The Joy of Turbulence’, Grace and Horror’, Technology and Systems of Gentleness’, Leisure, Race and Demons’, Repetition’, The Lonely Man’.

Επομένως πάλι εδώ υπάρχει ο υπαινιγμός μιας μεταστροφής σε ένα περισσότερο ποιητικό, λιγότερο κυριολεκτικό κόσμο, συχνά έξω από την πόλη σε τοπία διαφορετικά – από το ‘παλιό’ κτίριο της ΙΚΕΑ στη Θεσσαλονίκη σε ένα πολύ απομακρυσμένο φάρο στο Ακρωτήρι Ταίναρο στην Πελοπόννησο. Οι εικόνες στα posters, τα αντικείμενα και οι φωτογραφίες από τη συλλογή του Μπενάκη, επίσης μοιάζουν να έρχονται σε αντίθεση με το θέμα που υποδηλώνεται κάθε φορά. Όλες αυτές οι αναφορές και οι συσχετισμοί μέσα στα posters στοχεύουν στο να διανοίξουν ένα νέο χώρο.

Ε.Ζ. Στόχος του Μουσείου Μπενάκη είναι -ανάμεσα σε άλλα- ‘να διατηρήσει τις συλλογικές μνήμες μέσω των αντικειμένων και των αρχείων από και για τον Ελληνικό κόσμο’. Δεν είσαι Έλληνας. Πώς βρήκες το δρόμο σου μέσα σε αναμνήσεις που δεν ήταν δικές σου;

Σχεδίασα αυτά τα posters ως ένας αφελής ξένος, ένας μη-μυημένος, με ελάχιστη γνώση της γραφιστικής και καθόλου γνώση της επιμέλειας ή της μουσειολογίας. Αλλά αυτή τη διάσταση της άγνοιας βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ώστε να λειτουργήσω και βρω πιθανές διεξόδους από κανόνες, συμβιβασμούς, συντηρητισμούς, ιεραρχίες κλπ. Είναι συναρπαστικό το ‘να κάνεις το λάθος πράγμα΄. Η εμπειρία μπορεί να έχει απίστευτο ρόλο αλλά το να αφιερώσεις το χρόνο και τη συγκέντρωση που απαιτείται ώστε να την αποκτήσεις συχνά απαιτεί να το κάνεις σε βάρος της επαφής σου με τον κόσμο και σε βάρος της ακατέργαστης, πιο ποιητικής αίσθησης για την πιθανή εκδοχή των πραγμάτων.

Υπάρχει ακόμη ένα μικρής διάρκειας βίντεο στην έκθεση, το οποίο είναι ένα είδος ανορθόδοξης καταγραφής των χώρων από τους οποίους τα posters αυτά ανακτήθηκαν, για να εκτεθούν αναδρομικά. Φαίνεται να έχουν ξεθαφτεί μέσα από χώρους οικιακούς, ίσως στην Ελλάδα, στους οποίους υπήρχαν, φυλασσόμενα από παιδιά. Είναι προφανές ότι τα μόνα posters που υπάρχουν είναι όσα διασώθηκαν, για το μέλλον, για οποιοδήποτε λόγο, από ανθρώπους που τα εκτιμούν και που δημιούργησαν μαζί τους στενούς και προσωπικούς συσχετισμούς, μακριά από επίσημα ιδρύματα και θεματοφύλακες του πολιτισμού.

E.Z. Τώρα που αυτή η δουλειά έχει εκτεθεί στο κοινό και έχεις κάποια ανατροφοδότηση, πώς νιώθεις για αυτήν; κατάφερε να ‘μιλήσει’ στον κόσμο με τον τρόπο που ήθελες;

Δυστυχώς στην πραγματικότητα δεν έχω ποτέ ιδέα για το πώς οι άνθρωποι εισπράττουν τη δουλειά μου. Οι καλλιτέχνες σπάνια έχουν την ανατροφοδότηση του κόσμου. Οφείλω να ομολογήσω πως η δουλειά μου λειτουργεί με ένα τρόπο που με ικανοποιεί, αλλά που όμως δεν μπορώ να προβλέψω. Πάντα θα λειτουργεί με έναν μη-αναμενόμενο τρόπο. Και πάντα θα πρέπει να αφήνω στην άκρη κάθε προσδοκία και να προχωρώ στην επόμενη δουλειά.

Ε.Ζ. Κοιτάζοντας τη δουλεία σου στο πέρασμα των χρόνων φαίνεται πως, παρόλο που υπάρχουν πολλά επανεμφανιζόμενα στοιχεία και μία ισχυρή συνέπεια στη θεματολογία σου, δε σε απασχολεί το να καθιερώσεις ένα εύκολα αναγνωρίσιμο εικαστικό στυλ ή μια επαναλαμβανόμενη καλλιτεχνική διαδικασία…

Ναι, είμαι καχύποπτος απέναντι σε κάθε ‘σπιτικό στυλ’. Πολλοί καλλιτέχνες πειραματίζονται στα πλαίσια μιας πολύ ενδιαφέρουσας ενδοσκόπησης μέχρι τη στιγμή που κάποια συγκεκριμένη δουλειά θα προκαλέσει το ενδιαφέρον του κοινού και πιθανόν και κάποιο οικονομικό όφελος. Από εκείνο το σημείο και μετά βάζουν στην άκρη κάθε πειραματική διερευνητική προσέγγιση και δημιουργούν επαναλαμβανόμενες εκδοχές της ‘επιτυχημένης’ δουλειάς με ελάχιστη κάθε φορά εξέλιξη.

Με ενδιαφέρει περισσότερο το να ανταποκρίνομαι στις ειδικές κάθε φορά συνθήκες, που ο ίδιος αντιλαμβάνομαι, και να προσπαθώ να δημιουργήσω ένα διάλογο με αυτές, αναπτύσσοντας μία ιδιαίτερη αρμονία με την απόλυτη αμεσότητα και ιδιαιτερότητα της κάθε κατάστασης. Επομένως η σχέση αυτή είναι κάπως έτσι: εσύ – ο κόσμος και εγώ – ο Άνταμ, δημιουργούμε κάτι μαζί, στο παρόν, προτού και οι δυο χρειαστεί να προχωρήσουμε. Θεωρώ αυτή την προσέγγιση πιο συναρπαστική από την αμυντική, χαμηλού κινδύνου προσέγγιση των καλλιτεχνών, που μοιάζει με την πρακτική επικόλλησης της ετικέτας ‘Ήμουν και εγώ εδώ’ στον κόσμο. Τι είδους προσφορά είναι αυτή;!

Πιστεύω ότι έχει να κάνει με το βαθμό της δέσμευσης και του ανοίγματος και της περιέργειας σχετικά με τον κόσμο. Οι καλλιτέχνες εξ αιτίας του status που συνδέεται με το να είσαι ‘καλλιτέχνης’ θεωρούνται αυτομάτως ως μοναχικοί οραματιστές, θιασώτες της περιπέτειας. Αυτή η μυθολογία κατά τη γνώμη μου μπορεί στην πραγματικότητα να προκαλέσει μια πολύ οκνηρή, αυτάρεσκη και συντηρητική στάση στους καλλιτέχνες. Είναι σημαντικό (αλλά περιέργως κουραστικό) να το αμφισβητείς και να προσπαθείς κάθε φορά να ξεκινάς από μια φρέσκια, ακατέργαστη κατάσταση, έτοιμος να εμποτίσεις την τέχνη με τις πραγματικές της δυνατότητες.

Καλλιτέχνες σε διάλογο με το Μουσείο Μπενάκη

Adam Chodzko, You’ll see; this time it’ll be different

Η έκθεση πραγματοποιείται με τη συνεργασία του Βρετανικού Συμβουλίου

Διάρκεια

21/11/2013 – 19/01/2014

Κτήριο οδού Πειραιώς

Adam Chodzko: http://www.adamchodzko.com