Curatorial Ethics, Kunsthalle Wien, 9 – Συνέντευξη με τη Vanessa Joan Muller
Curatorial Ethics – The time is right to talk about a curatorial code of ethics: where are the boundaries, what are the grey areas?
Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον συνέδριο διεξήχθη στις αρχές του μήνα στη Βιέννη, στην Kunsthalle Wien, υπό τον τίτλο ‘Curatorial Ethics’.
Με ομιλητές σημαντικά ονόματα από τον χώρο της επιμέλειας αλλά και της τέχνης γενικότερα έθεσε ένα βασικό ζήτημα: την ανάγκη για να συζητήσουμε δημόσια και να ορίσουμε έναν κώδικα δεοντολογίας σχετικά με την πράξη της επιμέλειας.
Ανάμεσα σε άλλα συζητήθηκαν ο ρόλος και η θέση των επιμελητών, η σχέση τους με τους καλλιτέχνες, τους συλλέκτες και το κοινό, η σύγχρονη πρακτική της ιδιωτικής χρηματοδότησης δημόσιων ιδρυμάτων τέχνης, η αγορά της τέχνης, η λογοκρισία στην επιμέλεια, ο ρόλος και η ουσία της κριτικής της τέχνης κ.α.
Την ιδέα και πρωτοβουλία για τη διοργάνωση του συνεδρίου είχαν ο διευθυντής της Kunsthalle Wien, Nicolaus Schafhausen και η Vanessa Joan Müller, υπεύθυνη του τομέα δραματουργίας της Kunsthalle.
Συμμετέχοντες (ανάμεσα σε άλλους) Pernille Albrethsen (Kunstkritikk, Copenhagen); Defne Ayas (Witte de With, Rotterdam); John Beeson (art critic, Berlin); Lorenzo Benedetti (De Appel Arts Center, Amsterdam); Tobia Bezzola (Folkwang Museum, Essen); Beatrice von Bismarck (Academy of Visual Arts, Leipzig); Eva Blimlinger (Academy of Fine Arts, Vienna); Nicolas Bourriaud (École Nationale Supérieure des Beaux-Arts, Paris); Matti Bunzl (Wien Museum); Bart de Baere (MUHKA, Antwerp / 6th Moscow Biennale); Clémentine Deliss (Weltkulturen Museum, Frankfurt am Main); Fulya Erdemci (13th Istanbul Biennale); Harald Falckenberg (private collector, Hamburg); Anselm Franke (Haus der Kulturen der Welt, Berlin); Zoë Gray (WIELS, Brussels); Jörg Heiser (Frieze, Berlin); Nikolaus Hirsch (architect and curator, Frankfurt am Main); Lolita Jablonskienė (Lithuanian National Gallery of Art, Vilnius); Catrin Lorch (Süddeutsche Zeitung); Tom McDonough (Comparative Literature, Binghamton University), Deimantas Narkevičius (artist, Vilnius); Peter Pakesch (Universalmuseum Joanneum, Graz); Susanne Pfeffer (Fridericianum, Kassel); Fabian Schöneich (Portikus, Frankfurt am Main); Eva Maria Stadler (University of Applied Arts Vienna); Barbara Steiner (curator); Monika Szewczyk (Documenta 14); Julia Voss (Frankfurter Allgemeine Zeitung); Markus Weisbeck (Bauhaus-Universität, Weimar / Surface)
Η Vanessa Joan Müller μίλησε στην Ελένη Ζυμαράκη Τζώρτζη.
Ε.Ζ. Το τριήμερο συνέδριο της Kunsthalle Wien με τίτλο Curatorial Ethics ήταν μία δική σας πρωτοβουλία καθώς και του διευθυντή της Kunsthalle Nicolaus Schafhausen. Αρχικά θα ήθελα να ρωτήσω για τον χρόνο και τον χώρο αυτής της πρωτοβουλίας του να συζητηθεί ένας κώδικας δεοντολογίας για τους επιμελητές – γιατί τώρα και γιατί στη Βιέννη;
V.M. Πρόσφατες εξελίξεις, όπως η ίδρυση του Espace Louis Vuitton στο Παρίσι ή η συγχώνευση της συλλογής του Generali Foundation, που μέχρι πρότινος στεγαζόταν στη Βιέννη, με το Museum der Moderne στο Σάλτσμπουργκ, υποδήλωναν πως είναι ώρα να ξεκινήσει μία δημόσια συζήτηση. Η Βιέννη δεν είναι καθ’εαυτόν το κατάλληλο μέρος για αυτή τη συζήτηση. Ιδανικά η συζήτηση θα έπρεπε να γίνει παντού. Αλλά λόγω της προνομιακής εδώ περίπτωσης – η Kunsthalle Wien είναι 100% επιδοτούμενη από την πόλη της Βιέννης, δεν έχει μία μόνιμη συλλογή και για αυτό είναι αρκετά ανεξάρτητη – απλά αποφασίσαμε να διοργανώσουμε αυτό το συνέδριο εδώ και τώρα.
Ε.Ζ. Θα θέλατε να μας μιλήσετε σχετικά με τις επιλογές που κάνατε όσον αφορά στα βασικά ζητήματα που συζητήθηκαν στο συνέδριο αλλά στην σύνθεση των ομάδων συζήτησης;
V.M. Προσκαλέσαμε πολλούς ομιλητές, τους οποίους γνωρίζουμε προσωπικά. Είναι σημαντικό να συζητάς ζητήματα όπως αυτά που τέθηκαν στο συνέδριο με ανθρώπους που μπορείς να εμπιστευτείς. Επίσης δεν είναι εύκολο να βρεις συναδέλφους διατεθειμένους να μιλήσουν ανοιχτά για τέτοια θέματα δημοσίως. Τα ζητήματα που τέθηκαν άνοιξαν ένα ευρύ πεδίο θεμάτων σχετικά με τον επιμελητικό κώδικα δεοντολογίας, ο οποίος με τη σειρά του είναι ένας ιδιαίτερα ασαφής όρος. Θα μπορούσαν κάλλιστα να διοργανωθούν ξεχωριστά συνέδρια για σχεδόν το κάθε ένα από όσα συζητήθηκαν, από τον ρόλο των μέσων ενημέρωσης στην πολιτική των Μπιενάλε, τον ρόλο του επιμελητή, της χρηματοδότησης κ.α. Επίσης πολλά θέματα δεν τέθηκαν: το σύστημα των γκαλερί, η επίδραση που έχουν οι φουάρ τέχνης ή η ύπαρξη κάποιας ήπιας μορφής λογοκρισίας.
Θέλαμε να έχουμε μία πολύ ανοιχτή συζήτηση, για αυτό και αποφασίσαμε να βάλουμε πολλά ζητήματα στο τραπέζι και να δούμε ποιο τελικά θα αποδειχτεί το πιο σημαντικό για τους ομιλητές που συμμετείχαν στο συνέδριο.
Ε.Ζ. Στο χώρο της σύγχρονης τέχνης παγκοσμίως συναντάμε επιμελητές – stars οι οποίοι όπως έχει ειπωθεί συχνά πρωταγωνιστούν έναντι των καλλιτεχνών. Ποιος είναι ο λόγος που συμβαίνει αυτό; Πώς θα προσδιορίζατε τον ρόλο του επιμελητή σήμερα (υπάρχει απλά για να γεφυρώνει την απόσταση ανάμεσα σε καλλιτέχνες/έργα τέχνης και στο κοινό;) και τι είναι αυτό που τον κάνει να πρωταγωνιστεί;
V.M. Αυτή είναι μία σύνθετη ερώτηση… Νομίζω πως έχει να κάνει με πολλούς λόγους ξεκινώντας με την ύπαρξη του freelance επιμελητή που είναι μία σχετικά νέα μορφή επιμελητικής δράσης και καταλήγωντας με την τεράστια δημοτικότητα της σύγχρονης τέχνης σήμερα. Για εμένα ο επιμελητής εξακολουθεί και είναι ένας μεσολαβητής ανάμεσα στους καλλιτέχνες, το ίδρυμα και την έκθεση αλλά παράλληλα ο ίδιος έχει πολύ λιγότερη προβολή από όλα τα παραπάνω. Η επιμέλεια έχει γίνει επάγγελμα που αγωνίζεται, όπως και τόσα άλλα επαγγέλματα στον χώρο των λεγόμενων δημιουργικών βιομηχανιών, να κερδίσει την προσοχή. Για αυτό τον λόγο και η δικτύωση αλλά και η αυτο-προβολή έχουν γίνει τόσο σημαντικά για κάποιους επιμελητές, μερικούς από τους οποίους αποκαλούμε ‘star curators’.
Συζητήσαμε επίσης στο συνέδριο για την κριτική τέχνης και για τους λόγους που αυτή ανταγωνίζεται την δημοσιογραφία δηλαδή για τη γραφή εκείνη που εστιάζει στους καλλιτέχνες και στους επιμελητές ως ενδιαφέρουσες προσωπικότητες αντί στα έργα της έκθεσης.
Οι επιμελητές βρίσκονται σε μία θέση ισχύος, και πιστεύω πως είναι δύσκολο να αντισταθούν στο να μην την εκμεταλλευτούν. Η φιγούρα του σεμνού επιμελητή που μένει στο παρασκήνιο μοιάζει ξεπερασμένη παρόλο που πρέπει να ομολογήσω πως για εμένα αυτή εξακολουθεί να είναι η ιδανική στάση για τον επιμελητή που επιμελείται με την πραγματική έννοια του όρου «επιμελούμαι».
Ε.Ζ. Συχνά βλέπουμε καλλιτέχνες αλλά και ανθρώπους από διάφορα πεδία και χώρους να εργάζονται ως επιμελητές. Μπορεί τελικά η επιμέλεια να καθοριστεί ως επάγγελμα; ποιος θεωρείται κατάλληλος για να επιμεληθεί μία έκθεση ή να αναλάβει τη θέση του επιμελητή σε ένα ίδρυμα τέχνης;
V.M. Σπούδασα ιστορία της τέχνης και στην πορεία έγινα επιμελήτρια. Ο Nicolaus Schafhausen ξεκίνησε ως καλλιτέχνης. Είκοσι χρόνια πριν ο καθένας που ασχολείτο με την επιμέλεια προερχόταν και από διαφορετικό χώρο. Σήμερα υπάρχουν διαθέσιμα πολλά σεμινάρια και μαθήματα επιμέλειας χωρίς αυτό να σημαίνει πως η επιμέλεια έχει γίνει ένα επάγγελμα όπως τα άλλα. Για την ακρίβεια οποιοσδήποτε με ένα ενδιαφέρον για την τέχνη και τους καλλιτέχνες μπορεί να επιμεληθεί μία έκθεση. Για εμένα η επιμέλεια έχει να κάνει πολύ με το ενδιαφέρον -για να μην πω το πάθος, με την ευθύνη, με την ανάγκη να μεσολαβήσεις. Η τέχνη είναι ένα εκπληκτικό εργαλείο για να δεις τον κόσμο από μία διαφορετική οπτική. Αν τέτοια πράγματα αποτελούσαν την κινητήριο δύναμη για όλους τους επιμελητές ο κόσμος της τέχνης θα ήταν διαφορετικός. Μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι πολλοί άνθρωποι απλά θέλουν να είναι μέρος αυτού του σαγηνευτικού μικρόκοσμου στον οποίο λίγοι έχουν πρόσβαση.
Ε.Ζ. Σε καιρούς οικονομικής κρίσης η κρατική χρηματοδότηση για τα δημόσια ιδρύματα τέχνης μειώνεται και συχνά η ιδιωτική χρηματοδότηση παίρνει τη θέση της. Ποιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν σε αυτή την περίπτωση και πώς μπορούν οι επιμελητές να τους χειριστούν; Επιπλέον, τι θέση μπορεί να έχουν οι ιδιωτικές συλλογές μέσα στα δημόσια ιδρύματα και στους δημόσιους χώρους;
V.M. Αυτό είναι ένα ευρύ πεδίο συζήτησης… Τα δημόσια ιδρύματα και η ιδιωτική χρηματοδότηση είχαν πάντα μία συμμαχία. Αλλά σήμερα η κατάσταση είναι διαφορετική καθώς υπάρχουν πολλά ιδιωτικά ιδρύματα που μοιάζουν με δημόσια και αντιγράφουν το πρόγραμμα προοδευτικών γκαλερί. Οι δημόσιοι χώροι έκθεσης με δυσκολία μπορούν να συναγωνιστούν αυτούς τους νέους χώρους και λίγοι επισκέπτες είναι εκείνοι που ρίχνουν μία προσεκτικότερη ματιά και ρωτούν από πού προέρχονται τα χρήματα. Αν τα μουσεία δεν έχουν πόρους για την απόκτηση έργων εξαρτώνται από ιδιωτικά δάνεια, κατάσταση που ενέχει τον κίνδυνο πολλοί δανειστές να αποσκοπούν στο να κερδίσουν κάτι από αυτό. Πολλές συμφωνίες είναι αδιαφανείς, για αυτό άλλωστε είναι τόσο δύσκολο να προσδιορίσουμε τους κινδύνους. Τους ανακαλύπτεις όταν κάτι πάει λάθος.
Ο κόσμος των ιδρυμάτων τέχνης βρίσκεται στη φάση μίας σημαντικής μετάβασης. Δεν πιστεύω πως σε είκοσι χρόνια από τώρα θα έχουμε πια ιδρύματα τέχνης σαν και αυτά που ξέρουμε από τον 20ο αιώνα. Ακόμη αμφιβάλω αν μπορούμε να μιλάμε πια για μία δημόσια σφαίρα. Αλλά αυτό από μόνο του είναι επίσης ένα θέμα για ένα συνέδριο…
Ε.Ζ. Ποια άλλα σημαντικά ζητήματα και πιθανά συμπεράσματα, πέραν των όσων ήδη έχουμε αναφέρει, προέκυψαν από το ‘Curatorial Ethics’;
V.M. Θεωρώ πως είναι σημαντικό να επισημάνουμε ορισμένα ζητήματα δίχως να αναζητήσουμε ένα άμεσο συμπέρασμα. Κάτι τέτοιο άλλωστε χρειάζεται περισσότερη δημόσια συζήτηση για τις σκοτεινές πλευρές του κόσμου της τέχνης. Επίσης χρειάζεται να συζητήσουμε το γεγονός ότι τα πράγματα είναι υπερβολικά περίπλοκα. Δεν έχει νόημα για παράδειγμα να ρίχνουμε το φταίξιμο στην αγορά τέχνης και να υπερασπιζόμαστε τα δημόσια ιδρύματα σαν να έχουμε να κάνουμε με το κακό και το καλό. Πρώτα από όλα εμείς ως επιμελητές οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας: σε ποια πλευρά στεκόμαστε και με ποια φωνή μιλάμε σε κάθε περίπτωση.
Kunsthalle Wien, http://www.kunsthallewien.at/#/en
Arts and the City / Ex_pose:
http://www.artsandthecity.gr/article/Ex_pose:-Curatorial-Ethics–Kunsthalle-Wien–9—Sunenteuxi-me-ti-Vanessa-Joan-Muller-/18921/