Γιώτα Κότικα/ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
14.03.2015
Το έργο της Γιώτας Κότικα είναι βαθιά βιωματικό και για αυτό καθηλώνει με την αμεσότητα και την αλήθεια του. Με βασικούς άξονες τη γυνακεία ταυτότητα, το ασυνείδητο, τη μνήμη -ατομική και συλλογική- και τον χρόνο συνθέτει τις αλλόκοτες γυναικείες μορφές της, εγκλωβισμένες σε κόσμους από χρόνια στερεοτυπικούς και ασφυκτικούς.
Η σουρεαλιστική εικαστική γραφή της ενέχει το βάρος μίας κατάθεσης, μίας σιωπηλής διαμαρτυρίας για εκείνα που η γυναικεία φύση υπο-φέρει σε όλη την πορεία της ζωής της, σε κάθε ηλικία και σε κάθε σταθμό αυτής.
Η Γιώτα Κότικα με την ευκαιρία της συμμετοχής της στην ομαδική έκθεση με τίτλο “Toc Toc”, που τρέχει αυτή την περίοδο στον πολυχώρο BooArt, μίλησε στην Ελένη Ζυμαράκη Τζώρτζη.
Στο σύνολο της δουλειάς σου, ζωγραφική, εγκαταστάσεις, video art, performance κάνεις έντονα αναφορές σε στοιχεία που διαμορφώνουν, συνθέτουν, χαρακτηρίζουν και συμβολίζουν τη γυναικεία ταυτότητα. Μίλησέ μας λίγο για αυτή την επιλογή, από που πηγάζει και πού αποσκοπεί…
Το θέμα της ταυτότητας και ιδιαίτερα της γυναικείας είναι η αλήθεια ότι αποτελεί το κύριο μέρος του έργου μου, καθώς το οτιδήποτε φιλτράρεται πρωτίστως από τη δική μου θηλυκή φύση και επίσης από τη γνώση του πολυδιάστατου γυναικείου ψυχισμού. Οι εναλλασσόμενοι ρόλοι που χαρακτηρίζουν τη γυναίκα – τόσο σήμερα, όσο και στο παρελθόν – η σύγχυση στην οποία έχει η ίδια περιέλθει με τα νέα κοινωνικά πρότυπα και τέλος η αμφισημία του όρου “ισότητα” που σε πολλές των περιπτώσεων λειτουργεί ως τροχοπέδη, είναι ορισμένα από τα ζητήματα που με έχουν απασχολήσει. Προβληματισμοί οι οποίοι καθρεφτίζονται στους καμβάδες – είτε με την απόγνωση των γυναικείων μορφών, είτε με την παραμόρφωση αυτών – στις εγκαταστάσεις με τα αρχετυπικά σύμβολα ή στις performances και στα video art όπου το γυναικείο στοιχείο είναι έντονο. Σε ένα πιο προσωπικό αλλά και ασυνείδητο επίπεδο η μητριαρχική φύση της δικής μου οικογενειακής κατάστασης με ωθεί στο να αποτυπώνω την ανθρώπινη φύση που ίσως κατανοώ περισσότερο.
Το ανοίκειο είναι ένας όρος που χρησιμοποιείς για να χαρακτηρίσεις την αίσθηση που προκαλούν τα έργα σου. Περιέγραψέ μας την αίσθηση αυτή. Τι επίδραση έχει πιστεύεις στον θεατή;
Το ανοίκειο κατά βάση είναι κάτι το οποίο μας είναι οικείο, δηλαδή το γνωρίζουμε αλλά συνειδητά το έχουμε απωθήσει διότι μας προκαλεί περίεργα συναισθήματα. Λέγοντας απωθήσει όμως στην ουσία εννοούμε “θάψει” με αποτέλεσμα να αντιστοιχεί σε κάτι πιο βαθύ, κάτι το οποίο ορίζεται καλύτερα ως “μύχιο” και αυτή η λογική του βαθύτερου, ενδότερου και ενίοτε τρομακτικού με προκαλεί πολύ περισσότερο από το αισθητικά όμορφο και αποδεκτό. Η μη ωραιοποίηση λοιπόν φαντάζει στα μάτια μου πιο ενδιαφέρουσα κι αυτό ακριβώς θέλω να εισπράττει ο θεατής, πέρα από την διανοητική αβεβαιότητα που μπορεί αρχικά να νιώσει.
Θα ήθελα να σταθούμε στο κομμάτι της δουλειάς σου που έχει να κάνει με την performance. Ποια ανάγκη σε οδηγεί σε αυτό το ιδιαίτερα απαιτητικό μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης, τι νιώθεις ότι προσφέρεις στο θεατή αλλά και τι ‘εισπράττεις’ κάθε φορά;
Η performance έχει λειτουργήσει συμπληρωματικά στη δουλειά μου. Όσες φορές επέλεξα να το κάνω έγινε στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης ενός έργου. Η αίσθηση σαφώς είναι πολύ διαφορετική από μια απλή παρουσίαση, καθώς το έργο αυτόματα είσαι εσύ, ενώ μετατρέπεσαι σε δίοδο μεταξύ του δημιουργήματος/έννοιας και του θεατή. Λειτουργείς μεταφορικά ως η φλέβα που πάλλεται και ενώνει τα δυο μέρη κάνοντας τα ένα.
Το έργο της επιτέλεσης είναι ένα σύνολο πραγμάτων που αποκρυπτογραφείται ως εξής: εσύ, οι άλλοι και η στιγμή.
Ζεις μόνιμα στη Λήμνο. Πόσο εύκολο είναι για έναν καλλιτέχνη που δεν ζει σε κάποιο μεγάλο αστικό κέντρο να παρακολουθεί αλλά και να συμμετέχει στα εικαστικά δρώμενα της χώρας του αλλά και γενικότερα;
Έπειτα από συνειδητή επιλογή η Λήμνος έγινε ο κύριος τόπος διαμονής μου και το μέρος στο οποίο δημιουργώ. Αυτό μπορεί να ακούγεται όμορφο και είναι κάποιες φορές, αλλά δεν αναιρεί το γεγονός της απόστασης αλλά και αποστασιοποίησης. Μια αποστασιοποίηση που δεν αφορά μόνο στα εικαστικά δρώμενα αλλά και στη γενικότερη στάση που οφείλει να υιοθετεί ο σύγχρονος καλλιτέχνης ώστε το έργο του να ανταποκρίνεται στην εποχή του. Οι καλλιτέχνες της περιφέρειας και ιδιαίτερα των απομακρυσμένων περιοχών θεωρώ ότι είναι περισσότερο ταλαιπωρημένοι και όχι τόσο καλά εφοδιασμένοι σε σχέση με εκείνους των μεγάλων αστικών κέντρων. Οφείλω, ωστόσο, να ομολογήσω ότι είμαι από τυχερή καθώς μπορώ προς το παρόν να συνδυάζω τους δυο τόπους, με αποτέλεσμα να δημιουργώ αλλά και να επικοινωνώ δίχως αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι τα πάντα είναι εύκολο.
Ποιος θεωρείς πως είναι ο ρόλος της σύγχρονης τέχνης;
Η τέχνη διαχρονικά αποτελεί κύριο μέρος της ζωής. Είναι ένα κομμάτι της ή αλλιώς ‘οι ιδεατές ανάσες της’ που φανερώνουν τη φυσική κατάσταση της κοινωνίας. Έτσι το “σώμα” της κοινωνίας μας που πλέον διακρίνεται για την ετερογένεια, τον πλουραλισμό και την ψηφιοποίησή του αντανακλά αντίστοιχα μια τέχνη περίεργη, ποικιλόμορφη και με περισσότερη αμεσότητα απ’ ότι στο παρελθόν. Στο τελευταίο θα σταθώ καθώς η αμεσότητα πιστεύω ότι αποτελεί τη λέξη κλειδί για το ρόλο της σύγχρονης τέχνης, η οποία οφείλει σε όλες τις μορφές της να συντροφεύει και κατ’ επέκταση να διαμορφώνει και τον πιο απλό πολίτη.
Ποιοι καλλιτέχνες και γενικά άνθρωποι της τέχνης σε έχουν επηρεάσει και με ποιο τρόπο;
Διαβάζοντας βιογραφίες ή αποκρυπτογραφώντας έργα σημαντικών ανθρώπων της τέχνης είναι σχεδόν παρόμοιο με το να ανακαλύπτει ένας πιστός έργα και βίους αγίων τους οποίους μπορεί να λατρεύει το ίδιο, αλλά για διαφορετικούς λόγους τον καθένα. Ως εκ τούτου, υπάρχουν πολλές και εναλασσόμενες επιρροές και λατρείες που είναι αδύνατον να απαριθμηθούν, καθώς δεν αφορούν μόνο στον τομέα των εικαστικών αλλά στον γενικότερο τομέα του πνεύματος.
Αν πρέπει, ωστόσο, να αναφερθώ σε καλλιτέχνες που με επηρέασαν πιο άμεσα και διαμόρφωσαν το έργο μου θα σταθώ στη “γραφή” του Τ. Μισούρα και στο ευρύτερο πνεύμα της Κ. Αποστολίδου, τους οποίους είχα την τύχη να συναντήσω.
Πού μπορούμε να δούμε μέρος της δουλειάς σου αυτή τη στιγμή;
Αυτή την εποχή συμμετέχω στην ομαδική έκθεση “Toc Toc”, εμπνευσμένη από το ομώνυμο θεατρικό έργο του Laurent Baffie, που έγινε με πρωτοβουλία του θεάτρου ΗΒΗ και του πολυχώρου BooArt.